επιχρυσωτής

επιχρυσωτής
ο
τεχνίτης που κάνει επιχρυσώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον θ. Χ. Φλωρά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιχρυσωτής — ο τεχνίτης ειδικός στο να κάνει επιχρυσώσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”